μεσαύλιο

μεσαύλιο
και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον)
το μέσο τής αυλής
νεοελλ.
1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή
2. ανατ. το μεσοθωράκιο
μσν.
αυλή εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσαυλικός — ή, ό [μεσαύλιο] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αφορά το μεσαύλιο («μεσαυλικό σύνδρομο») …   Dictionary of Greek

  • μεσαυλιοτομία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση στο μεσαύλιο ή μεσοθωράκιο για να αφαιρεθούν αποστήματα από διαπύηση λεμφαδένων, όγκοι κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • μεσαύλιος — α, ο (Α μεσαύλιος, ία, ον) [μέσαυλος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο το μεσοθωράκιο αρχ. 1. μέσαυλος* 2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”