- μεσαύλιο
- και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον)το μέσο τής αυλήςνεοελλ.1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή2. ανατ. το μεσοθωράκιομσν.αυλή εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*].
Dictionary of Greek. 2013.